ξεκουτιαίνω

ξεκουτιαίνω
και ξεκουτιάζω
1. καθιστώ κάποιον ανόητο, αποβλακώνω
2. (ενεργ. και μέσ.) γίνομαι ανόητος, αποβλακώνομαι, ξεμωραίνομαι (α. «γέρασες και ξεκούτιανες» β. «γριά ξεκουτιασμένη»)
3. αποχαυνώνομαι από τις καταχρήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)-* + κουτιαίνω (< κοντός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξεκουτιαίνω — ξεκουτιαίνω, ξεκούτιανα, ξεκουτιασμένος βλ. πίν. 44 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεκουτιαίνω — ξεκούτιανα, ξεκουτιασμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον κουτό, αποβλακώνω: Το ξεκούτιανες το παιδί από το ξύλο. 2. αμτβ., αποβλακώνομαι και για γέρους ξαναμωραίνομαι: Ξεκούτιανε και δεν ξέρει τι λέει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποκουτιαίνω — 1. αποβλακώνω, αποχαυνώνω 2. γίνομαι κουτός, ξεμωραίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < από * + κουτιαίνω < επίθ. κουτός + (κατάλ.) ιαίνω πρβλ. ξεκουτιαίνω] …   Dictionary of Greek

  • νερουλιάζω — [νερουλός] 1. κάνω κάτι νερουλό 2. γίνομαι νερουλός 3. χάνω την ευρωστία μου, γίνομαι πλαδαρός, μαλθακός 4. γίνομαι ανόητος, αποβλακώνομαι, ξεκουτιαίνω …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεκούτης — ο ανόητος, μωρός, ξεκουτιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. τού ξεκουτιαίνω] …   Dictionary of Greek

  • ξεμωραίνω — ξεμώρανα, ξεμωράθηκα, ξεμωραμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον μωρό, αποκουτιαίνω: Το ξεμώρανες το παιδί με τα παιχνίδια σου. 2. το μέσ., ξεμωραίνομαι γίνομαι μωρός, παιδί, ξεκουτιαίνω: Ξεμωραθήκαμε σε τέτοια ηλικία και δεν ξέρουμε τι λέμε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”