ξεκουτιαίνω — ξεκουτιαίνω, ξεκούτιανα, ξεκουτιασμένος βλ. πίν. 44 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεκουτιαίνω — ξεκούτιανα, ξεκουτιασμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον κουτό, αποβλακώνω: Το ξεκούτιανες το παιδί από το ξύλο. 2. αμτβ., αποβλακώνομαι και για γέρους ξαναμωραίνομαι: Ξεκούτιανε και δεν ξέρει τι λέει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποκουτιαίνω — 1. αποβλακώνω, αποχαυνώνω 2. γίνομαι κουτός, ξεμωραίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < από * + κουτιαίνω < επίθ. κουτός + (κατάλ.) ιαίνω πρβλ. ξεκουτιαίνω] … Dictionary of Greek
νερουλιάζω — [νερουλός] 1. κάνω κάτι νερουλό 2. γίνομαι νερουλός 3. χάνω την ευρωστία μου, γίνομαι πλαδαρός, μαλθακός 4. γίνομαι ανόητος, αποβλακώνομαι, ξεκουτιαίνω … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεκούτης — ο ανόητος, μωρός, ξεκουτιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. τού ξεκουτιαίνω] … Dictionary of Greek
ξεμωραίνω — ξεμώρανα, ξεμωράθηκα, ξεμωραμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον μωρό, αποκουτιαίνω: Το ξεμώρανες το παιδί με τα παιχνίδια σου. 2. το μέσ., ξεμωραίνομαι γίνομαι μωρός, παιδί, ξεκουτιαίνω: Ξεμωραθήκαμε σε τέτοια ηλικία και δεν ξέρουμε τι λέμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)